υδροφοβικός

υδροφοβικός
-ή, -ό / ὑδροφοβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [υδρόφοβος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροφοβία
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροφοβία
αρχ.
αυτός που θεραπεύει την υδροφοβία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδροφοβικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με την υδροφοβία (βλ. λ.): Υδροφοβική κατάσταση. 2. το αρσ. ως ουσ., υδροφοβικός αυτός που πάσχει από υδροφοβία, ο υδρόφοβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροφοβικῶν — ὑδροφοβικός of fem gen pl ὑδροφοβικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικόν — ὑδροφοβικός of masc acc sg ὑδροφοβικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικοί — ὑδροφοβικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικοῦ — ὑδροφοβικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικούς — ὑδροφοβικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικῷ — ὑδροφοβικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρόφοβος — η, ο 1. που φοβάται που αποστρέφεται το νερό και γενικά τα υγρά: Υδρόφοβο παιδί. 2. το αρσ. ως ουσ., υδρόφοβος αυτός που πάσχει από υδροφοθία, ο υδροφοβικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”